κατώφορος — having a downward tendency masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώφορον — κατώφορος having a downward tendency masc/fem acc sg κατώφορος having a downward tendency neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωφόρων — κατώφορος having a downward tendency masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωφόρῳ — κατώφορος having a downward tendency masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώφορα — κατώφορος having a downward tendency neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… … Dictionary of Greek
κατωφορούμαι — κατωφοροῡμαι, έομαι (Μ) [κατώφορος] φέρομαι προς τα κάτω, κατηφορίζω … Dictionary of Greek